ἀποπληκτικά

ἀποπληκτικά
ἀποπληκτικός
paralysed
neut nom/voc/acc pl
ἀποπληκτικά̱ , ἀποπληκτικός
paralysed
fem nom/voc/acc dual
ἀποπληκτικά̱ , ἀποπληκτικός
paralysed
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀποπληκτικάς — ἀποπληκτικά̱ς , ἀποπληκτικός paralysed fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτηριοσκλήρωση ή αρτηριοσκλήρυνση — Πάθηση που προσβάλλει τα αγγεία και εκδηλώνεται με συμπτώματα που ποικίλλουν ανάλογα με την αρτηρία και το όργανο που αιματώνεται από αυτή. Η α. προσβάλλει περισσότερο τους άντρες, μεταξύ της πέμπτης και της έκτης δεκαετίας της ζωής τους. Αν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”